ἀβακής

ἀβακής
ἀβᾰκής, ές, ([etym.] βάζω)
A speechless: hence, calm, gentle, ἀβάκην ([dialect] Aeol. acc.)

τὰν φρέν' ἔχω Sapph.72

. Adv. -κέως, εὕδοντι Poet. ap. EM2.57:—also [full] ἀβακήμων Hsch., [full] ἄβαξ Lex.Rhet.ap.Eust.1494.64.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αβακής — ἀβακής ές (Α) (αιολ. αιτ. ἀβάκην) συνήθως ερμηνεύεται: ήρεμος, ήσυχος, πράος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < ἀ στερητ. + βάζω (= ομιλώ), οπότε ἀβακής = άλαλος, άφωνος (πρβλ. Ησύχ.)] …   Dictionary of Greek

  • ἀβακής — speechless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβακέως — ἀβακής speechless adverbial (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβάκα — Φυτό της οικογένειας των μουσιδών, ιθαγενές των Φιλιππίνων. Η επιστημονική ονομασία του είναι μούσα η κλωστική. Έχει μεγάλη σημασία για τη βιομηχανία, γιατί από τον κολεό των φύλλων του βγαίνει η λεγόμενη κάνναβις της Μανίλας, κλωστικό υλικό… …   Dictionary of Greek

  • αβακέω — ἀβακέω (Α) [ἀβακής] (μόνο στον αόρ.) συνήθως ερμηνεύεται: δεν δίνω προσοχή …   Dictionary of Greek

  • ἀβακίων — ἀβάκιον slabs neut gen pl ἀβακής speechless masc/fem/neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”